κισσός


κισσός
Προφορά

Ετυμολογία
κισσός αρχαία ελληνική κισσός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο κισσός

✦ είδος αναρριχώμενου φυτού: το χάλασμα… που ο μαύρος κι άχαρος κισσός το περιζώνει (Ι. Γρυπάρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.