κινεζικός


κινεζικός
Προφορά

Ετυμολογία
κινεζικός Κινέζος

Ερμηνεία
κινεζικός

✦ -ή, -ό κ. κινέζικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο αναφερόμενος στην Κίνα ή τους Κινέζους
✦ πληθ. ουδ. κινέζικα ως ουσ., η γλώσσα των Κινέζων· (κ. μτφ.) λόγια ακατανόητα: αυτά που μου λες είναι κινέζικα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.