κηροζίνη


κηροζίνη
Προφορά

Ετυμολογία
κηροζίνη └αγγλ┘kerosene

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κηροζίνη

✦ εύφλεκτο, ελαιώδες μίγμα υδρογονανθράκων, προϊόν της απόσταξης του πετρελαίου που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη σε μηχανές εσωτερικής καύσεως και ως διαλύτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.