κεφάλαιο
Προφορά
Ετυμολογία
κεφάλαιο αρχαία ελληνική κεφάλαιον, └ουδ┘ του επιθέτου κεφάλαιος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κεφάλαιο
✦ χρηματικό ποσό ιδ. σημαντικό, που έχει κατατεθεί σε επιχείρηση ή τράπεζα
✦ το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων ενός προσώπου
✦ το σύνολο των προσώπων που διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά ή ανάλογες αξίες
✦ (μτφ. ) πρόσωπο πολύτιμο για το κοινωνικό σύνολο
✦ καθεμιά από τις ενότητες στις οποίες διαιρείται ένα βιβλίο, υπόμνημα κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–