κερδίζω


κερδίζω
Προφορά

Ετυμολογία
κερδίζω μεταγενέστερη ελληνική κερδίζω

Ερμηνεία
ρήμα κερδίζω

✦ αποκομίζω κέρδος, ωφελούμαι: και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί, πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο (Κ. Καβάφης)
✦ πετυχαίνω από τύχη ή ικανότητα
✦ νικώ: κέρδισε όλους τους αντιπάλους του
✦ αποχτώ κάτι καλό: κέρδισε την εκτίμηση των συμπολιτών του
✦ (αμτβ.) προκαλώ καλύτερη εντύπωση: πολύ κερδίζεις μ’ αυτό το φόρεμα

Συνώνυμα

Αντίθετα
χάνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.