κερί


κερί
Προφορά

Ετυμολογία
κερί μεσαιωνική ελληνική κερίν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κερί

✦ υποκίτρινη λιπαρή ουσία που παράγουν οι μέλισσες, κηρός
✦ κάθε παρόμοια φυτική ουσία
✦ λαμπάδα από τέτοια ουσία: μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων (Κ. Καβάφης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.