κατώφλι


κατώφλι
Προφορά

Ετυμολογία
κατώφλι μεσαιωνική ελληνική κατώφλιν

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κατώφλι

✦ ξύλινο ή πέτρινο δοκάρι που συνδέει τις πλευρές της πόρτας στο κάτω μέρος της
(μτφ. ) τα πρόθυρα, το χρονικό σημείο απ’ όπου αρχίζει μια κατάσταση: βρίσκεται στο κατώφλι των γηρατειών

Συνώνυμα

Αντίθετα
ανώφλι
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.