κατοικίδιος


κατοικίδιος
Προφορά

Ετυμολογία
κατοικίδιος αρχαία ελληνική κατοικίδιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ κατοικίδιος -ια, -ιο

✦ (για ζώα και πουλιά) που ζει κοντά στον άνθρωπο, εξημερωμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
άγριος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.