κατασκοπεύω


κατασκοπεύω
Προφορά

Ετυμολογία
κατασκοπεύω μεταγενέστερη ελληνική κατασκοπεύω

Ερμηνεία
ρήμα κατασκοπεύω

✦ παρακολουθώ κρυφά, ενέργειες, κινήσεις, δραστηριότητες για να πληροφορηθώ κάτι μυστικό
✦ (ειδ.) ενεργώ κατασκοπία σε βάρος αντίπαλης χώρας, ανταγωνίστριας βιομηχανίας κτλ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.