κασκέτο


κασκέτο
Προφορά

Ετυμολογία
κασκέτο └ιταλ┘caschetto (= κράνος)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κασκέτο

✦ χαμηλό και εφαρμοστό καπέλο με γείσο, που φοριέται κυρίως από εργάτες και ναυτικούς: με το κασκέτο βαθιά βυθισμένο στο κεφάλι του ως τα φρύδια (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.