καρύδι


καρύδι
Προφορά

Ετυμολογία
καρύδι μεταγενέστερη ελληνική καρύδιον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καρύδι

✦ ο καρπός της καρυδιάς
✦ η προεξοχή του λάρυγγα στο λαιμό
✦ φρ. κάθε καρυδιάς καρύδι, κάθε είδους άνθρωποι: στα τάγματα αυτά παίρνουν όποιον παρουσιαστεί, κάθε καρυδιάς καρύδι· δεν εξετάζουν τα περασμένα κανενός (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.