καρό


καρό
Προφορά

Ετυμολογία
καρό └γαλλ┘ carreau

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το καρό

✦ τετράγωνο
✦ ύφασμα με διακοσμητικά, τετράγωνα σχέδια
✦ μία από τις τέσσερις κατηγορίες χαρτιών της τράπουλας που έχει ως διακριτικό έναν κόκκινο ρόμβο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.