καρχαρίας


καρχαρίας
Προφορά

Ετυμολογία
καρχαρίας αρχαία ελληνική καρχαρίας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρχαρίας

✦ μεγάλο θαλάσσιο ζώο, αρπαχτικό και αιμοβόρο, επικίνδυνο και για τον άνθρωπο, ά. σκυλόψαρο
(μτφ. ) άνθρωπος αχόρταγος, άρπαγας ιδ. ο αδηφάγος κεφαλαιούχος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.