καρπός


καρπός
Προφορά

Ετυμολογία
καρπός αρχαία ελληνική καρπός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καρπός

✦ το προϊόν του φυτού που αναπτύσσεται από το άνθος και περιέχει τα σπέρματα
✦ τα σιτηρά, δημητριακά
✦ γέννημα, παιδί: καρπός παράνομου έρωτα
(μτφ. ) καλό αποτέλεσμα, κέρδος: το έργο αυτό υπήρξε καρπός πολυετούς μόχθου
✦ (ανατομ.) το μέρος του χεριού προς τον πήχη και κοντά στην άρθρωση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.