καρούλι
Προφορά
Ετυμολογία
καρούλι υποκορ. του αρχαίου ελληνικού κάρυον (= κοχλίας)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το καρούλι
✦ μικρός τροχός για διάφορες χρήσεις
✦ ξύλινο ή πλαστικό πηνίο, για την περιτύλιξη νήματος
✦ η κουβαρίστρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–