καρνέ


καρνέ
Προφορά

Ετυμολογία
καρνέ └γαλλ┘ carnet

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το καρνέ

✦ πρόχειρο σημειωματάριο: σημειώνουμε στο καρνέ μας ό,τι λέγει (Κ. Βάρναλης)
✦ σύνολο ομοειδών φύλλων που έχουν δεθεί σε μικρό τεύχος και από το οποίο μπορούν να αποσπώνται: καρνέ επιταγών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.