καρμπιρατέρ


καρμπιρατέρ
Προφορά

Ετυμολογία
καρμπιρατέρ └γαλλ┘ carburateur

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το καρμπιρατέρ

✦ όργανο των κινητήρων όπου προκαλείται αυτόματη ανάμειξη του ατμοσφαιρικού αέρα με τους ατμούς του υγρού καυσίμου στην κατάλληλη αναλογία για την τροφοδότηση της μηχανής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.