καρδιά


καρδιά
Προφορά

Ετυμολογία
καρδιά μεσαιωνική ελληνική καρδιά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καρδιά

✦ το κεντρικό όργανο της κυκλοφορίας του αίματος στα ανώτερα ζώα
(μτφ. ) η έδρα της ζωής, των συναισθημάτων και των επιθυμιών του ανθρώπου: τώρα που ανοίγεται κάθε καρδία στη λύπη (Διον. Σολωμός)
✦ το εσωτερικό μέρος φυτού ή το καλύτερο μέρος λάχανου ή καρπού
✦ το μέσον, η ακμή μιας εποχής ή πράξης
✦ φρ. κάνω καρδιά, υπομένω – από καρδιάς, ολόψυχα – δεν έχει καρδιά, είναι άσπλαχνος ή δειλός – καρδιά μου, αγάπη μου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.