καρέκλα
Προφορά
Ετυμολογία
καρέκλα └βενετ┘ charegla
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η καρέκλα
✦ κάθισμα με στήριγμα για την πλάτη, για ένα άτομο
✦ ηλεκτρική καρέκλα, ειδικό κάθισμα για τη θανάτωση καταδικασμένου σε θάνατο, με τη διοχέτευση ηλεκτρικού ρεύματος
✦ (μτφ. ) αξίωμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–