κανό


κανό
Προφορά

Ετυμολογία
κανό └γαλλ┘ canot

Ερμηνεία
ουσιαστικό
άκλιτο┘ το κανό

✦ μικρό, ελαφρύ και αβαθές σκάφος αποτελούμενο από ίσια σανίδα με μυτερές απολήξεις που προωθείται με κουπί, μονόξυλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.