κανονίζω
Προφορά
Ετυμολογία
κανονίζω αρχαία ελληνική κανονίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κανονίζω
✦ ρυθμίζω κάτι σύμφωνα με ορισμένο κανόνα ή πρότυπο
✦ ορίζω, καθορίζω
✦ διευθετώ, τακτοποιώ
✦ σωφρονίζω, επαναφέρω κάποιον στην τάξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–