καναρίνι


καναρίνι
Προφορά

Ετυμολογία
καναρίνι └βενετ┘ canarin

Ερμηνεία
καναρίνι

✦ (Κ κανάριον) μικρό ωδικό πουλί κίτρινου χρώματος, που διατηρείται σε κλουβιά για το γλυκόλαλο κελάδημά του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.