κανέλα


κανέλα
Προφορά

Ετυμολογία
κανέλα όψιμο μεσαιωνική ελληνική κανέλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κανέλα

✦ αρωματική ουσία που παίρνεται από τη φλούδα του δέντρου κιννάμωμον το κεϋλανικόν: φρ. μόσκος και κανέλα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.