κανάλι
Προφορά
Ετυμολογία
κανάλι μεταγενέστερη ελληνική κανάλιον, υποκοριστικό του κανάλης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το κανάλι
✦ αυλάκι, διώρυγα, οχετός
✦ πορθμός
✦ δίαυλος επικοινωνίας, σύστημα μεταδόσεως σημάτων (τηλεγραφίας, τηλεφωνίας, ραδιοφωνίας, τηλεόρασης) κατά ορισμένη διεύθυνση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–