καμπαναριό


καμπαναριό
Προφορά

Ετυμολογία
καμπαναριό όψιμο μεσαιωνική ελληνική καμπανάριον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καμπαναριό

✦ πυργίσκος εκκλησίας στην οροφή του οποίου είναι κρεμασμένη ή κρεμασμένες οι καμπάνες, κωδωνοστάσιο: τα καμπαναριά ξεψυχισμένα αχούσανε (Άγγ. Σικελιανός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.