καλοκαίρι


καλοκαίρι
Προφορά

Ετυμολογία
καλοκαίρι μεσαιωνική ελληνική καλοκαίριν, υποκοριστικό του καλόκαιρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το καλοκαίρι

✦ το θέρος, η θερινή εποχή: τα χρυσά πού ‘ναι τώρα φθινόπωρα, πού τα θεία καλοκαίρια στα δάση; (Κ. Καρυωτάκης)
✦ καλός καιρός, καλοκαιρία: κι όπως ετύχαινε συχνά σε τέτοια γλέντια να ‘ναι καλοκαιριού χαρά (Μ. Μαλακάσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.