καθυστερημένος
Προφορά
Ετυμολογία
καθυστερημένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρήματος καθυστερώ
Ερμηνεία
καθυστερημένος
✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -η, -ον) που άργησε να φτάσει, που ήρθε αργά, αργοπορημένος: έφτασε καθυστερημένος στο σταθμό και το τρένο είχε φύγει
✦ που βρίσκεται κάτω από το κοινό επίπεδο της προόδου, του πολιτισμού: καθυστερημένος λαός
✦ που έχει ανεπαρκή νοητική ανάπτυξη: καθυστερημένο παιδί
Συνώνυμα
υπανάπτυκτος
Αντίθετα
αναπτυγμένος
Επιρρήματα
–