καθυστέρηση


καθυστέρηση
Προφορά

Ετυμολογία
καθυστέρηση καθυστερώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καθυστέρηση

✦ αργοπορία
✦ η μη έγκαιρη άφιξη: το τρένο έχει καθυστέρηση
(μτφ. ) ανεπαρκής νοητική ανάπτυξη
✦ κοινωνική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έλλειψη οικονομικής ή πολιτιστικής προόδου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.