καθρέφτης


καθρέφτης
Προφορά

Ετυμολογία
καθρέφτης μεσαιωνική ελληνική καθρέπτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο καθρέφτης

✦ αντικείμενο αποτελούμενο από στιλπνή επιφάνεια, συν. από γυαλί που έχει στιλβωθεί και επιμεταλλωθεί, που έχει την ιδιότητα να αντανακλά το φως, τις εικόνες προσώπων ή πραγμάτων που βρίσκονται μπροστά απ’ αυτό, κάτοπτρο: στους τοίχους, στον καθρέφτη, στα εικονίσματα από την ομορφιά σου κάτι μένει (Λ. Πορφύρας)
✦ (συνεκδ.) επιφάνεια που γυαλίζει ή που αντανακλά εικόνες: στων νερών τον ολοκάθαρο καθρέφτη (Ζ. Παπαντωνίου)
(μτφ. ) καθετί που δίνει πιστή εικόνα ή που αντανακλά μια κατάσταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.