καθοδηγώ
Προφορά
Ετυμολογία
καθοδηγώ μεταγενέστερη ελληνική καθοδηγέω-ῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καθοδηγώ -είς, -εί
✦ οδηγώ κάποιον, του δείχνω το δρόμο
✦ (μτφ. ) υποδεικνύω την κατευθυντήρια γραμμή, κατευθύνω τις ενέργειες, το έργο κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–