καθαρότητα


καθαρότητα
Προφορά

Ετυμολογία
καθαρότητα αρχαία ελληνική καθαρότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καθαρότητα

✦ η ιδιότητα του καθαρού
✦ (ειδ.) η σαφήνεια λόγου ή νοημάτων: το ύφος των κλασικών έχει μια έκτακτη καθαρότητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.