καθαρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
καθαρίζω μεταγενέστερη ελληνική καθαρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ καθαρίζω
✦ αφαιρώ το ρύπο, τη βρομιά, κάνω κάτι καθαρό
✦ (ειδ.) σαρώνω, σκουπίζω
✦ αφαιρώ ξένες ουσίες ή άχρηστα μέρη
✦ αφαιρώ τη φλούδα, ξεφλουδίζω
✦ (μτφ. ) εξηγώ, δίνω διευκρινίσεις
✦ (μτφ. ) τακτοποιώ λογαριασμό
✦ (μτφ. ) εισπράττω το τελικό ποσόν αφού έχουν αφαιρεθεί οι νόμιμες κρατήσεις: πόσα καθάρισες απ’ αυτή τη δουλειά;
✦ (μτφ. ) σκοτώνω
✦ (αμτβ.) γίνομαι καθαρός: ο γιακάς δεν καθαρίζει με τίποτα
Συνώνυμα
ξεβρομίζω ,ξεκάνω, ξεπαστρεύω
Αντίθετα
ρυπαίνω, βρομίζω, λερώνω
Επιρρήματα
–