καζάκα


καζάκα
Προφορά

Ετυμολογία
καζάκα └ιταλ┘casaca

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η καζάκα

✦ είδος γυναικείας ή ανδρικής μπλούζας, από χοντρό ύφασμα και χωρίς μανίκια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.