κίνητρο


κίνητρο
Προφορά

Ετυμολογία
κίνητρο μεταγενέστερη ελληνική κίνητρον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κίνητρο

✦ το μέσο ή το όργανο που μπορεί να θέσει σε κίνηση κάτι
(μτφ. ) παρορμητική αιτία: τα κίνητρα του εγκλήματος
✦ ό,τι κινεί σε δράση: θεσπίζονται κίνητρα για την ανάπτυξη της βιοτεχνίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.