κίνηση


κίνηση
Προφορά

Ετυμολογία
κίνηση αρχαία ελληνική κίνησις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η κίνηση

✦ η ενέργεια του κινώ ή η κατάσταση του κινούμαι, η μεταβολή της θέσης προσώπου ή αντικειμένου
✦ (ειδ.) η κυκλοφορία πεζών ή τροχοφόρων
✦ σύνολο ενεργειών, εκδηλώσεων για ορισμένους σκοπούς
✦ η λειτουργία μηχανής
✦ δραστηριότητα σε ορισμένο τομέα της ζωής
✦ (οικονομ.) η ζωηρότητα των συναλλαγών
✦ (γεν.) ζωντάνια
(μτφ. ) εξελικτική δράση

Συνώνυμα

Αντίθετα
ακινησία ,αδράνεια ,απραξία ,νέκρα ,στασιμότητα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.