κέρατο


κέρατο
Προφορά

Ετυμολογία
κέρατο μεσαιωνική ελληνική κέρατον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κέρατο

✦ κοκάλινη έκφυση στο κεφάλι πολλών θηλαστικών
(μτφ. ) άνθρωπος δύστροπος, τυραννικός, πεισματάρης: φρ. κέρατο βερνικωμένο
(μτφ. ) η συζυγική απιστία· (εύχρ. σε φρ. όπως: του βάζει κέρατα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.