κάρτα
Προφορά
Ετυμολογία
κάρτα └ιταλ┘carta
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κάρτα
✦ κομμάτι χαρτονιού, μικρών διαστάσεων, συν. με εικονογράφηση για την αποστολή ευχών, μηνυμάτων κτλ.: χριστουγεννιάτικες – πασχαλιάτικες κάρτες
✦ μικρό χαρτονάκι με τυπωμένο το ονοματεπώνυμο του προσώπου που τη χρησιμοποιεί, επισκεπτήριο
✦ (γεν.) ορθογώνιο χαρτονάκι με περιεχόμενο διαφημιστικό ή με διάφορες γραπτές ενδείξεις ή αναφορές
✦ πιστωτική κάρτα, δελτίο που επιτρέπει στον κάτοχό του να αγοράζει αγαθά και υπηρεσίες επί πιστώσει, ά. πλαστικό χρήμα
✦ χτυπάω κάρτα, εισάγω κάρτα που φέρει τα στοιχεία μου, στο ειδικό μηχάνημα για να εγγραφεί η ώρα προσέλευσης και αναχώρησής μου από τον χώρο εργασίας
✦ κάρτα απεριόριστων διαδρομών, ειδικό δελτίο που επιτρέπει στον κάτοχό του να χρησιμοποιεί απεριόριστα επί ένα μήνα τα μέσα αστικής συγκοινωνίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–