κάρβουνο


κάρβουνο
Προφορά

Ετυμολογία
κάρβουνο μεσαιωνική ελληνική κάρβουνον

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το κάρβουνο

✦ μαύρο ορυκτό που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, άνθρακας
✦ απανθρακωμένο ξύλο
✦ κοντύλι που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές
✦ φρ. κάθομαι στα κάρβουνα, έχω αγωνία, αδημονώ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.