κάμπτω
Προφορά
Ετυμολογία
κάμπτω αρχαία ελληνική κάμπτω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κάμπτω
✦ λυγίζω, κυρτώνω: διατίθεται προς προσευχή η ψυχή του και κάμπτεται το γόνυ (Τ. Παπατσώνης)
✦ προσπερνώ στρέφοντας
✦ (μτφ. ) ταπεινώνω, εξουδετερώνω την αντίσταση
✦ (μέσ. μτφ.) κάμπτομαι, υποχωρώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ευθειάζω
Επιρρήματα
–