κάθομαι
Προφορά
Ετυμολογία
κάθομαι αρχαία ελληνική κάθημαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ κάθομαι
✦ είμαι καθισμένος
✦ κατοικώ
✦ περνώ τον καιρό μου, ασχολούμενος με κάτι
✦ επιχειρώ
✦ είμαι άνεργος ή άπραγος, αδρανώ
✦ καθιζάνω, βουλιάζω, κατακαθίζω
✦ (για πλοίο) προσαράζω
✦ φρ. κάθομαι στα κάρβουνα, αδημονώ
✦ φρ. κάτσε στ’ αβγά σου, μην επεμβαίνεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–