κάδη
Προφορά
Ετυμολογία
κάδη αρχαία ελληνική κάδος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η κάδη
✦ μεγάλο ξύλινο βυτίο για το πάτημα των σταφυλιών
✦ ξύλινο δοχείο όπου χτυπούν το γάλα, για να χωριστεί από το βούτυρο
✦ βαρέλι για τυρί ή βούτυρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–