ισόγειος
Προφορά
Ετυμολογία
ισόγειος μεταγενέστερη ελληνική ἰσόγειος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ισόγειος -α, -ο
✦ που βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το έδαφος
✦ το ισόγειο(ν) ως ουσ., κτίσμα ή μέρος με πάτωμα στο ύψος του εδάφους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανώγειος, υπόγειος
Επιρρήματα
–