ισορροπία
Προφορά
Ετυμολογία
ισορροπία αρχαία ελληνική ἰσορροπία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ισορροπία
✦ η κατάσταση σώματος που παραμένει σε ηρεμία, υποκείμενο στην ενέργεια δυνάμεων, οι οποίες εξουδετερώνονται αμοιβαία
✦ (μτφ. ) κατάσταση κατά την οποία διατηρούνται σε σωστή αναλογία αντίθετες δυνάμεις, τάσεις, παράγοντες κτλ.: πολιτική ισορροπία – ισορροπία δυνάμεων
✦ (μτφ. ) υγιής διανοητική κατάσταση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανισορροπία
Επιρρήματα
–