ιδρώνω


ιδρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ιδρώνω αρχαία ελληνική ἱδρόω-ῶ

Ερμηνεία
ρήμα ιδρώνω

✦ αποβάλλω ιδρώτα: ύπνε μου, απόψε δεν πονώ, μα ιδρώνω και βαριέμαι (Τέλλος Άγρας) – τον ιδρωμένο τράχηλο του δήμιου (Γ. Σεφέρης)
(μτφ. ) κοπιάζω πολύ: ίδρωσε για να τα βγάλει πέρα
✦ (συνεκδ. για φυτά κ.ά.) βγάζω στην επιφάνεια σταγονίδια υγρού: βαριά τα χόρτα ιδρώνανε… το θυμωμένο γάλα (Άγγ. Σικελιανός)
✦ φρ. δεν ιδρώνει τ’ αφτί του, αδιαφορεί για όσα ακούει, για τις συστάσεις που του γίνονται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.