ιδρυματισμός


ιδρυματισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ιδρυματισμός ίδρυμα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιδρυματισμός

✦ όρος, που δηλώνει το σύνολο των διαταραχών της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς που εκδηλώνονται σε τρόφιμους ιδρυμάτων

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.