ιδροκοπώ
Προφορά
Ετυμολογία
ιδροκοπώ ίδρος + κατάλ. -κοπώ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ιδροκοπώ -άς, -ά
✦ ιδρώνω πολύ
✦ (μτφ. ) κοπιάζω πολύ: ολημερίς ιδροκοπά, χωρίς να τα βγάζει πέρα – γύρε και μάθε να χτυπάς, να κόβεσαι, να ιδροκοπάς (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–