ιδιότητα
Προφορά
Ετυμολογία
ιδιότητα αρχαία ελληνική ἰδιότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ιδιότητα
✦ το ιδιαίτερο γνώρισμα, το χαρακτηριστικό προσώπου ή πράγματος
✦ η θέση κάποιου από την οποία απορρέουν δικαιώματα και υποχρεώσεις: βουλευτική ιδιότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–