ιδιωτισμός


ιδιωτισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ιδιωτισμός μεταγενέστερη ελληνική ἰδιωτισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιδιωτισμός

✦ τύπος λέξης, έκφραση ή ύφος λόγου που ιδιάζει σε γλώσσα, διάλεκτο ή ομιλία ανθρώπου που ανήκει σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή επάγγελμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.