ιδιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
ιδιάζω μεταγενέστερη ελληνική ἰδιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ ιδιάζω
✦ ανήκω ως ιδιαίτερο γνώρισμα, προσιδιάζω
✦ η μτχ. ιδιάζων, -ουσα, -ον, ξεχωριστός, που διακρίνεται ανάμεσα σε άλλα παρόμοια: ιδιάζουσα περίπτωση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–