ιδανικός


ιδανικός
Προφορά

Ετυμολογία
ιδανικός μεταγενέστερη ελληνική ἰδανικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ιδανικός -ή, -ό

✦ που υπάρχει μόνο ως ιδέα, ο ανύπαρκτος στην πραγματικότητα: ιδανικές φωνές κι αγαπημένες εκείνων που πεθάναν (Κ. Καβάφης)
✦ ο στο έπακρο τέλειος: ιδανική δουλειά
✦ πνευματικός: ιδανικός έρωτας
✦ (γεν.) ασύγκριτος, εξαίρετος, άψογος: ιδανική φιλία

Συνώνυμα

Αντίθετα
υπαρκτός, πραγματικός ,σαρκικός
Επιρρήματα
ιδανικά (Κ ιδανικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.